- Αἶσ'
- Αἶσα , Αἶσαwho dispenses to every one his lotfem nom/voc sgΑἶσαι , Αἶσαwho dispenses to every one his lotfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἶσ' — αἶσα , Αἶσα who dispenses to every one his lot fem nom/voc sg αἶσαι , Αἶσα who dispenses to every one his lot fem nom/voc pl αἶσι , αἶσις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Эолийцы — (Αίολείς, страна их Αίολίς) ветвь греческого народа, отделившаяся от так наз. сев. ахейской (или иначе сев. восточной) группы эллинского материкового населения и колонизовавшая первоначально Лесбос, а оттуда противолежащую часть Малоазиатского… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ιαχρός — ἰαχρός, όν (Α) 1. αυτός που έγινε μαλακός με τήξη 2. ήσυχος, ήμερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ια τού ιαίνω «μαλακώνω με θερμότητα, ανακουφίζω» + επίθημα χρος (πρβλ. αισ χρός, πενι χρός)] … Dictionary of Greek
οξίζω — ὀξίζω και ὀξύζω (ΑΜ) [όξος] 1. (ιδίως για κρασί) έχω τη γεύση ή τη μυρωδιά ξιδιού, έχω ξινάδα, ξινίζω 2. επεξεργάζομαι κάτι με την προσθήκη ξιδιού («πόδας χοίρου ὀξίσας», Βί. Αισ.) … Dictionary of Greek
πιστάκη — η, ΝΑ το φυτό πιστακία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανατολικό δάνειο, άγνωστης προέλευσης (πρβλ. περσ. pista), σχηματισμένο με ουρανικό επίθημα ακ (πρβλ. αίσ ακ ος, εριθ άκ η)] … Dictionary of Greek
προσαρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαρμόττω Α [αρμόζω] 1. συνδέω κάτι με κάτι άλλο, συναρμόζω, ταιριάζω, εφαρμόζω («δρέπανά τε σιδηρᾶ περὶ τοῑς ἄξοσι προσήρμοσται», Ξεν.) 2. συνεκδ. στερεώνω 3. μτφ. τροποποιώ, μεταβάλλω κάτι για να τό καταστήσω πιο εύχρηστο ή… … Dictionary of Greek
στιβάζω — (I) ΜΑ [στίβος] 1. πατώ, καταπατώ 2. μέσ. στιβάζομαι ακολουθώ τα ίχνη κάποιου, ανιχνεύω («ἴχνια γὰρ ἐν αὐτῷ στιβαζόμενος εὕροιτό τις καὶ μαστευόμενος», Αίσ.). (II) ΜΑ [στιβάς, άδος] 1. παθ. στιβάζομαι εκτείνω, απλώνω ως στρωμνή («ἡ στρωμνὴ ἔσται… … Dictionary of Greek